- Μουνύχιον
- Μουνύχιοςinhabitant of the placemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μουνύχιος — μουνύχιος, ον (Α) [Μουνυχία] 1. αυτός που ανήκει στη Μουνυχία 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Μουνύχιος ο κάτοικος τής Μουνυχίας 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μουνύχιον η Μουνυχία … Dictionary of Greek